- ανεμικός
- -ή, -ό (Μ ἀνεμικός, -ή, -όν) [άνεμος]μσν.ανυπόστατος, πλαστόςνεοελλ.Ι. το θηλ. ως ουσ.1. η ανεμικήδυνατός άνεμος, θύελλα, καταιγίδα2. ψυχική αναταραχή, συναισθηματική αναστάτωση3. δύσκολη περίσταση, συμφοράII. το ουδ. ως ουσ. το ανεμικό (αλλά και η ανεμική)κακό δαιμόνιο, αερικό.
Dictionary of Greek. 2013.